λεοντόκηβος

λεοντόκηβος
(Leontocebus). Γένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Έχουν παχύ τρίχωμα, φουντωτή ουρά και κοντό ρύγχος. Το γένος περιλαμβάνει αρκετά είδη της Νότιας Αμερικής τα οποία έχουν ζωηρό πορτοκαλί τρίχωμα και ζουν πάνω στα δέντρα τρώγοντας φυτά, αράχνες και έντομα. Κυριότερα από αυτά είναι ο Leontocebus leoninus, που ζει κοντά στις ακτές της Βραζιλίας, ο Leontocebus rosalia, που ζει επίσης στη Βραζιλία, ο Leontocebus oedipus, που ζει στην Κολομβία κ.ά.
* * *
ο
ζωολ. πλατύρρινος πίθηκος τής Νότιας Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leontocebus < leont- (< λέων) + cebus (< κῆβος «είδος πιθήκου»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”